διακοντίζω

διακοντίζω
δι-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß durchbohren; mit Wurfspießen gegen einander kämpfen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διακοντίζω — (AM) ακοντίζω, ρίχνω το ακόντιο εναντίον κάποιου αρχ. ( ομαι) συναγωνίζομαι με άλλον ή άλλους στον ακοντισμό …   Dictionary of Greek

  • αδιακόντιστος — ἀδιακόντιστος, ον (Α) [διακοντίζω] αυτός που το ακόντιο δεν μπορεί να τόν διαπεράσει, αδιατρύπητος, άτρωτος (διόρθωση τού αδιακόνιστος, το οποίο ο Ησύχιος ερμηνεύει «άτρωτος, αναίσθητος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”